- σχεδίην
- σχεδίην (ἔχω): fem. adj. as adv., near at hand, in hand to hand fight, Il. 5.830†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
σχεδίην — σχέδιος near fem acc sg (epic ionic) σχεδία raft fem acc sg (epic ionic) σχεδίην at close quarters epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδίην — Α (επικ. τ.) επίρρ. 1. τοπ. από κοντά 2. χρον. α) γρήγορα β) αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + κατάλ. ην τής αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (πρβλ. πανσυδί ην)] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek